Η συνάντηση Μητσοτάκη, Ερντογάν άφησε μια ατμόσφαιρα συγκρατημένης αισιοδοξίας, μιά αισιοδοξία που ακόμη και αν δε φέρει άμεσα αποτελέσματα, θα μας εξασφαλίσει μία ανακουφιστική νηνεμία διαρκείας.
Η επίσκεψη άφησε επίσης, κάποιες επιφυλάξεις και ενστάσεις εκατέρωθεν. Στην απέναντι ακτή του Αιγαίου, με τους ακραίους να κατηγορούν τον Ερντογάν ότι πρόδωσε την ιδέα της «γαλάζιας πατρίδας».
Ενώ, στα καθ’ ημάς, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής διατύπωσε την υποψία πως θα εξαγοράσουμε την ειρήνη με παραχώρηση κυριαρχίας και πως η πρόσκαιρη νηνεμία κρύβει σε βάθος χρόνου υποχωρήσεις.
Η άποψη αυτή στηρίζεται στη λογική πως το σημερινό status quo στο Αιγαίο ευνοεί την Ελλάδα, η οποία δεν μπορεί να ελπίζει τίποτα καλύτερο από τη συντήρησή του. Και συνεπώς η μόνη αποδεκτή εθνική στρατηγική είναι η στρατηγική της ακινησίας.
Μιά ακινησία που έχει επιβάλλει μέχρι σήμερα μιά περιορισμένη άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων που θεωρητικά υπερασπιζόμαστε και για τα οποία, ρητορικά, δεν σηκώνουμε μύγα στο σπαθί μας.
Η λογική της ακινησίας, εκτός του ότι έχει φέρει μηδενικό αποτέλεσμα, δημιουργεί εντάσεις και μεγαλύτερες απαιτήσεις με κίνδυνο την αναπόφευκτη σύγκρουση.
Ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ρητά έχει δηλώσει ότι η Ελλάδα δε θεωρεί ότι το Αιγαίο είναι ελληνική λίμνη.
Θέση πήρε και ο Αντώνης Σαμαράς: «με τον πειρατή δε συζητάς. Όσο συνεχίζει να συμπεριφέρεται ως πειρατής, δεν υπάρχει καμία θετική ατζέντα. Αν προσπαθείς να τους καταπραΰνεις, αυτό λέγεται κατευνασμός». Οι αντιδράσεις και των δύο πρώην πρωθυπουργών ήσαν αναμενόμενες. Εκφράζουν τις γνωστές απόψεις τους.
Η επίσκεψη Ερντογάν όμως έχει κάτι το βαθύτερο, σκοπός της να βελτιώσει τις σχέσεις με την Ε.Ε. Και να κλείσει το ψυχολογικό χάσμα που υπάρχει, αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη, τη θετική ατζέντα των συνεργασιών και το καλό κλίμα.
Όθεν η προσέγγιση της εξομάλυνσης και συνεργασίας σε μιά εκδήλωση πολιτικού ορθολογισμού, για να μην αποκοπεί από όσα θα συμβούν στην Ευρώπη μετά τη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία και τις νέες εντάξεις κρατών στην Ε.Ε.
Κάτω από την πίεση των γεωπολιτικών ανακατατάξεων θα διαμορφωθεί μιά νέα ισορροπία δυνάμεων που δεν αφήνει αδιάφορη την Τουρκία, γι’ αυτό προετοιμάζει το έδαφος. Η στροφή αυτή ενισχύεται από τη μη επωφελή, πλέον, σχέση της με τη Ρωσία. Βλέπει λοιπόν ένα παράθυρο ευκαιρίας στη νέα αρχιτεκτονική της Ευρώπης, που αναπόφευκτα θα αλλάξει με την είσοδο ιδίως της Ουκρανίας, και δεν επιθυμεί να μείνει εκτός, κάτι που μας συμφέρει. Η Τουρκία γνωρίζει ότι η εξασφάλιση καλών σχέσεων με την Ε.Ε. Περνά και από την Αθήνα.
Μιχάλης Βασ. Σούμπλης