Τα διαδικτυακά περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης αυξάνονται επικίνδυνα και πολλά παιδιά πέφτουν θύματα του cybergrooming. Οι ειδικοί καλούν τώρα στη λήψη δραστικών μέτρων.
Συχνά δρουν ανωνύμως και εξ αποστάσεως, όμως μπορούν να βρεθούν απειλητικά κοντά σε παιδιά και νέους: ξανά και ξανά, ύποπτοι χρήστες του διαδικτύου χρησιμοποιούν κοινωνικά δίκτυα όπως το Tiktok, το Snapchat και το Instagram, για να παρενοχλήσουν και να κακοποιήσουν σεξουαλικά ανηλίκους.
Η περίπτωση της 14χρονης Αϊλίν από τη Βάδη-Βυρτεμβέργη, η οποία πιθανότατα δολοφονήθηκε από έναν 30χρονο άνδρα τον Ιούλιο του περασμένου έτους μετά από μήνες σεξουαλικών συνομιλιών, καταδεικνύει με ξεκάθαρο τρόπο πώς τα παιδιά και οι νέοι γίνονται θύματα του λεγόμενου cybergrooming. Μετά από διακοπή περίπου τριών εβδομάδων, η δίκη του άνδρα για τη δολοφονία ξεκίνησε εκ νέου (10 Ιουλίου) στο περιφερειακό δικαστήριο του Γκίσεν.
Τι είναι το cybergrooming;
Με τον όρο cybergrooming εννοείται η στοχοποίηση ανηλίκων στο διαδίκτυο για την έναρξη μίας σεξουαλικής επαφής – και οι εγκληματολόγοι ανησυχούν πως υπάρχει σημαντική αύξηση τέτοιων περιστατικών. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δράστες εκμεταλλεύονται επιδέξια την απειρία των νέων: με μία ύπουλη προσέγγιση, η οποία ξεκινά αρχικά με δήθεν ακίνδυνα μηνύματα, φιλοφρονήσεις και υποσχέσεις, ξεκινούν σταδιακά τις πιέσεις και τις απειλές, παρενοχλούν τα θύματά τους και τα εξωθούν να στείλουν γυμνές φωτογραφίες και σεξουαλικά βίντεο, όπως αναφέρει στις προειδοποιητικές ανακοινώσεις του το jugendschutz.net, η ιστοσελίδα της γερμανικής κυβέρνησης και των κρατιδίων για την προστασία των παιδιών και των νέων στο διαδίκτυο.
Οι αστυνομικές στατιστικές για την εγκληματικότητα δεν είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστικές όσον αφορά το cybergrooming, λόγω και των ρευστών ορίων με την παιδική πορνογραφία, όπως εξηγεί ο γνωστός εγκληματολόγος του κυβερνοχώρου Τόμας-Γκάμπριελ Ρίντιγκερ της Αστυνομικής Ακαδημίας του Βρανδεμβούργου. Για το 2022, καταγράφηκαν 2.878 περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που επηρεάστηκαν «χωρίς σωματική επαφή». Ωστόσο, ο αριθμός των αδήλωτων περιπτώσεων είναι πιθανότατα πολύ μεγαλύτερος – δεδομένου επιπλέον ότι ολοένα και μικρότερα παιδιά αποκτούν smartphones, ενώ τα παιδιά και οι έφηβοι περνούν πολύ χρόνο σερφάροντας στο διαδίκτυο. Τώρα, ο Ρίντιγκερ διατυπώνει μεταξύ άλλων το αίτημα για τη δημιουργία ενός «διαδικτυακού παρατηρητηρίου για τα παιδιά», που θα παρακολουθεί τα περιστατικά, καθώς και τη θέσπιση «εικονικών αστυνομικών περιπόλων», με σκοπό την αποτροπή πιθανών δραστών.
Αναγκαία η άμεση λήψη μέτρων
Η Γιούλια φον Βάιλερ, διευθύντρια της διεθνούς οργάνωσης για την προστασία των παιδιών Innocence in Danger, τονίζει επίσης τους κινδύνους του διαδικτύου, το οποίο λειτουργεί σαν ένας «γιγαντιαίος επιταχυντής» της σεξουαλικής βίας. Οι δράστες μπορούν να έρχονται σε επαφή με τους ανηλίκους οποιαδήποτε ώρα της ημέρας χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, καθώς η διαδικτυακή επικοινωνία είναι αδιάκοπη, και, μέσω των ηλεκτρονικών συσκευών, μπορούν να βρεθούν κυριολεκτικά «στο κρεβάτι» των παιδιών. Πρόκειται για ένα κρίσιμο στρατηγικό πλεονέκτημα, το οποίο εκμεταλλεύονται με τρόπο αδίστακτο.
Η ψυχολόγος φον Βάιλερ αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στον ρόλο των νομοθετών. Οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν δεδομένα και, επιπλέον, είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν δυνατότητες διαγραφής των περιστατικών κακοποίησης από το διαδίκτυο. Κατά τη φον Βάιλερ, οι προτάσεις της Επιτρόπου Εσωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε. Ίλβα Γιόχανσον, για παράδειγμα, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς αποσκοπούν στον περιορισμό της διάδοσης των απεικονίσεων κακοποίησης στο διαδίκτυο. Βεβαίως, κάποιοι επικρίνουν τις εν λόγω προτάσεις ως «έλεγχο των συνομιλιών» – τις θεωρούν ως μια προσπάθεια σάρωσης της επικοινωνίας στο διαδίκτυο και φοβούνται μία κατ’ επέκταση μαζική παρακολούθηση.
Τα θύματα δημιουργούν μία «διπλή ταυτότητα»
Η Κεντρική Υπηρεσία για την Καταπολέμηση του Εγκλήματος στο Διαδίκτυο (ZIT) της Γενικής Εισαγγελίας της Φρανκφούρτης αντιμετωπίζει επίσης επανειλημμένως το φαινόμενο του cybergrooming κατά τη διάρκεια ερευνών για παιδική πορνογραφία, όπως αναφέρει η εισαγγελέας Γιούλια Μπούσβαϊλερ. Το γεγονός ότι τα θύματα συναινούν στην κοινοποίηση πολύ προσωπικών φωτογραφιών τους οφείλεται πρωτίστως στην ανεπαρκή ενημέρωση, όπως υποστηρίζει. «Βλέπουμε ξανά και ξανά ότι τα παιδιά διαμορφώνουν μια διαδικτυακή και μια μη διαδικτυακή ταυτότητα» – διαμορφώνουν μία εικονική προσωπικότητα, που αντικατοπτρίζει την επιδίωξή τους να γίνουν αρεστά. «Νομίζουν ότι πρέπει να φέρονται λίγο σέξι και πονηρά – όμως στην πραγματική ζωή εξακολουθούν να βρίσκουν εντελώς αηδιαστική τη σκέψη να φιλήσουν ένα αγόρι».
Η Μπούσβαϊλερ εκτιμά επίσης ότι οι παραβάσεις που καταγγέλλονται είναι σχετικά λίγες, καθώς πολλά θύματα ντρέπονται να μιλήσουν στους γονείς τους, για παράδειγμα. Στις περιπτώσεις cybergrooming σε βάρος παιδιών, υπάρχει νομική προστασία, ωστόσο από την ηλικία των 14 ετών, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Εάν ένας 20χρονος βγάζει φωτογραφίες με έναν 15χρονο, δεν παραβιάζεται κάποια διάταξη του ποινικού δικαίου, εφόσον γίνεται οικειοθελώς και περιορίζεται σε προσωπική χρήση. Αντιθέτως, ποινικά κολάσιμη είναι η διάδοση και προώθηση προσωπικών φωτογραφιών νέων ανθρώπων χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Πριν τον θάνατό της, η 14χρονη Αϊλίν λέγεται ότι είχε δεχθεί πιέσεις από τους κατηγορούμενους με «τεράστιο αριθμό μηνυμάτων», με υποσχέσεις για χρηματική αμοιβή και απειλές, έως ότου δεν έβλεπε πλέον καμία διέξοδο από αυτόν τον «φαύλο κύκλο», όπως είπε χαρακτηριστικά ο ανώτερος εισαγγελέας Τόμας Χάουμπουργκερ. Εκείνος εκτιμά πως το κίνητρο πίσω από το έγκλημα ήταν σεξουαλικό – ο κατηγορούμενος, από την άλλη πλευρά, κατέθεσε ότι σκότωσε την κοπέλα σε έναν καυγά.