Στην καθημερινότητα συναντάμε πολλών ειδών ανθρώπους. Κάποιοι στέκονται μπροστά, παίρνουν θέση, παλεύουν, ακόμα κι αν κινδυνεύουν να κάνουν λάθος. Κάποιοι άλλοι προτιμούν τη σιωπή, την αποστασιοποίηση, τη βεβαιότητα πως «όσο δεν μπλέκω, δεν παθαίνω». Μοιάζουν να έχουν υψώσει έναν αόρατο τοίχο ανάμεσα στον εαυτό τους και στα γεγονότα, έναν τοίχο που τους χαρίζει την ψευδαίσθηση της ασφάλειας.
Είναι οι δήθεν και οι γιαλαντζί, οι να ’χαμε να λέγαμε και οι κάλπικοι, οι διμούτσουνοι και οι περαβρεχιστές, οι ωχαδερφιστές κι οι μη μου ζαλίζεις τον έρωτα. Όλοι εκείνοι που έχουν επιλέξει τη σιγουριά του «από μακριά κι αγαπημένοι». Δεν μπαίνουν ποτέ στη δοκιμασία της πράξης, της αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης. Παρακολουθούν, σχολιάζουν, κρίνουν, μα δεν αναλαμβάνουν ευθύνη. Κι όπως σημείωνε κι ο Περικλής στον Επιτάφιο λόγο του, «μηδὲ τούτων μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ’ ἀχρεῖον νομίζομεν», δηλαδή, δεν θεωρούμε αμέτοχο αλλά άχρηστο όποιον δεν μετέχει στα κοινά.
Η στάση τους δεν είναι αθώα. Είναι μια συνειδητή απομάκρυνση από την ουσία της ζωής και της συλλογικής ευθύνης. Γιατί όποιος μένει στο περιθώριο, πιστεύοντας ότι έτσι προστατεύεται, τελικά εγκλωβίζεται σε μια άνεση που δεν είναι παρά σιωπηρή παραίτηση. Το «από μακριά» γίνεται άλλοθι για την απουσία, κι η λέξη «αγαπημένοι» χάνει το νόημά της.
Η κοινωνία, όμως, δεν αλλάζει με τους αμέτοχους. Δεν προχωρά με εκείνους που βολεύονται να βλέπουν τα πάντα «να περνούν ξυστά» χωρίς να αγγίζουν τη ζωή τους. Η ιστορία γράφεται από όσους τολμούν να εκτεθούν, να σταθούν όρθιοι, να πληγωθούν, αλλά και να διεκδικήσουν. Οι υπόλοιποι μένουν θεατές, εγκλωβισμένοι σε μια φαινομενική ασφάλεια που είναι πιο επικίνδυνη κι από το ίδιο το ρίσκο.
Τελικά, το «από μακριά κι αγαπημένοι» δεν είναι ούτε αγάπη ούτε σχέση. Είναι απλώς το βολικό άλλοθι μιας κοινωνίας που προτιμά τη σιωπή από τη δράση. Κι αυτό το άλλοθι πληρώνεται ακριβά, γιατί αφήνει χώρο στο κενό, στη φθορά και στην αδιαφορία να απλωθούν, βολικές καταστάσεις που εκμεταλλεύονται οι επιτήδειοι «σωτήρες». Το στοίχημα είναι αν θα συνεχίσουμε να κοιτάμε από μακριά ή αν θα βρούμε το θάρρος να σταθούμε παρόντες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
